λαγγάζω

λαγγάζω
λαγγάζω
Grammatical information: v.
Meaning: `slacken' (Antiph., Phot., AB [= ἐν- δίδωμι]); λαγγάζει ὀκνεῖ, οἱ δε λαγγεῖ; λαγγάσαι περιφυγεῖν H.
Derivatives: Other formations in H.: λαγγεύει φεύγει, λαγγανώμενος περιϊστάμενος, στραγγευόμενος (cf. Schwyzer 700γ), λαγγαρεῖ ἀποδιδράσκει (correct?). - λαγγών (λάγγων?) ὁ εὑθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ τοῦ φόβου EM 554, 15 (cf. Chantraine Form. 160). - Also with -ο- : λογγάζω, λογγάσαι. s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expressive -popular words, which agree formally and semantically to Lat. langueō, -ēre `be faint, slack' (with sec. -u-) and like this can be understood as nasalized present formations to λαγά-σαι (λαγαίω); cf. Kretschmer Glotta 11, 235 (to Bogiatzides Άρχ. Έφ. 27, 115ff.); partly diff. We must separate several Baltic words with the meaning `rock, sling, vacillate', e. g. Lith. langóti, lingúoti (WP. 2, 436); s. Fraenkel Wb. 331 (s. láigyti); thus Germ., e. g. OHG slinc 'link', Swed. etc. linka, lanka, lunka `limp, go slowly etc.', s. WP. 2, 713, Pok. 959f., W.-Hofmann s. langueō. Same problem as λαγαίω, s.v. Does the form with -ο- point to Pre-Greek?
Page in Frisk: 2,68-69

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαγγάζω — (Α) υποχωρώ, ενδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης τής Αρχαίας, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)lәg τής ΙΕ ρίζας *(s)lēg «χαλαρός, άτονος» (πρβλ. λαγαίω) και εμφανίζει έρρινο στοιχείο ( γ ). Η λ. συνδέεται με λατ. langueo «είμαι άτονος …   Dictionary of Greek

  • λαγγάσω — λαγγάζω slacken aor subj act 1st sg λαγγάζω slacken fut ind act 1st sg λαγγάζω slacken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγγάζει — λαγγάζω slacken pres ind mp 2nd sg λαγγάζω slacken pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγγάζειν — λαγγάζω slacken pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγγάσαι — λαγγά̱σᾱͅ , λαγγάζω slacken fut part act fem dat sg (doric) λαγγάζω slacken aor inf act λαγγάσαῑ , λαγγάζω slacken aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • λογγάζω — (Α) λαγγάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη συνώνυμη λαγγάζω*, ενώ το ο παραμένει δυσερμήνευτο (πρβλ. ἁρμόττω: ἅρμα)] …   Dictionary of Greek

  • λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… …   Dictionary of Greek

  • λαγγεύω — 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά 2. κάνω νάζια, σκέρτσα 3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • λαγγών — λαγγών, ῶνος, ὁ (Α) 1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῡ ἀγῶνος καὶ φόβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. ών (πρβλ. φαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • λαγκάδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στράτου. Μέχρι το 1971 ονομαζόταν Λαγκάδα Ράχης. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”